σκηπτοφυλαξία

σκηπτοφυλαξία
η, Ν
ιατρ. κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός προστατεύεται από ένα αλλεργιογόνο ύστερα από την έκλυση υποκλινικής αλλεργικής αντίδρασης προς το ίδιο αλλεργιογόνο πού χορηγήθηκε σε μικρή ποσότητα, π.χ. επί τροφικής αλλεργίας, μισή ώρα πριν από το φαγητό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”